- ακήριος
- (I)ἀκήριος, -ιον (Α) [κὴρ, η]1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος2. αβλαβής, ακίνδυνος3. άδολος, άκακος.————————(II)ἀκήριος, -ον (Α) [κῆρ, το]1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή2. δειλός, άψυχος.
Dictionary of Greek. 2013.